- ξεδιαλύνω
- (Μ ξεδιαλύνω και ἐξεδιαλύνω και ξεδιαλύω)καθιστώ κάτι ευνόητο, αποσαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω («μα δεν κατέχω, ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο», Ερωτόκρ.)νεοελλ.1. ξεκαθαρίζω, διαλέγω («ξεδιαλύνω το σιτάρι από την ήρα»)2. (για όνειρο) γίνομαι ευκρινές ως προς τη σημασία μου, βγαίνω αληθινό3. εξιστορώ διεξοδικά, περιγράφω4. λύνω τις διαφορές μου με κάποιονμσν.1. (για μαλλιά) ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω2. μεταφράζω3. αποβαίνω, καταλήγω σε κάτι («κάμε το, κυράτσα μου, κι εἰς τὸν Θεὸν σ' ὀμνέγω νὰ ξεδιαλύνει σὲ καλὸν ἡ ἐρμήνεια ἡ ἐδικὴ μου», Ευγέν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + διαλύνω].
Dictionary of Greek. 2013.